Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Live Free or Die Hard

Δεν είναι ούτε 5, ούτε 10 τα χρόνια που έχουμε να δούμε τον Τζον ΜακΛέην εν δράσει. Είναι 12 ολόκληρα χρόνια από τότε που τον αντικρύσαμε στην τρίτη Die Hard ταινία να καταστρέφει τα σχέδια του, εξαιρετικού είναι η αλήθεια σε εκείνο το φιλμ, Τζέρεμι Άιρονς. Ναι λοιπόν, 12 ολόκληρα χρόνια πέρασαν και εμμένω σε αυτό το στοιχείο γιατί όταν πλέον, εν έτει 2007, είδα το Die Hard 4 συνειδητοποίησα ίσως πιο ξεκάθαρα από ποτέ ένα πράγμα: πως στις ταινίες με πολλά σταντς και καλοδουλεμένη δράση το Χόλυγουντ άμα θέλει μπορεί. Πως για αυτές τις ταινίες που μιλάνε τα μπράτσα και τα σάλτα των κασκαντέρ και όχι τα τρισδιάστατα ψηφιακά γραφικά μάς αρέσει το αμερικανικό σινεμά. Μήπως γεράσαμε απότομα και η γενιά του playstation τα βρίσκει πλέον όλα αυτά παλιομοδίτικα; Όπως και να’χει, Τζον ΜακΛέην χαίρομαι που σε ξαναείδα.Κομματάκι γερασμένος, αλλά ακόμα σε φόρμα, χωρίς ίχνος τρίχας στο κεφάλι του αλλά ντεντέκτιβ με τα όλα του, ο Τζον ΜακΛέην (Μπρους Γουίλις) καλείται να συλλάβει και να συνοδεύσει τον Μάθιου Φάρελ, έναν ικανότατο χάκερ, στα κεντρικά του FBI. Ο λόγος είναι γιατί κάποιος άγνωστος στο FBI χάκερ εισέβαλλε στο συστημά τους. Μέσα σε πολύ λίγες ώρες η εισβολή αυτή κλιμακώνεται καθώς οποιοδήποτε σύστημα σε ολόκληρη την Αμερική το διαχειρίζεται υπολογιστής, απλά καταρρέει. Ο εγκέφαλος αυτού του σχεδίου λέγεται Τόμας Γκάμπριελ και ο πονοκέφαλος αυτού Τζον ΜακΛέην. Και το πάρτι ξεκινά...Είναι πραγματικά, τρόπο τινά, «χαριτωμένο» να βλέπεις τον Μπρους Γουίλις να υποδύεται αυτό το ρόλο με ένα έξτρα συστατικό. Να είναι λίγο έξω από τα νερά του. Ό,τι συμβαίνει γύρω του περιστρέφεται γύρω από τη χρήση Η/Υ και αυτός δίχως να καταλαβαίνει πολλά πολλά ζητά συνεχώς εξηγήσεις «μπας και...» Το όλο θέμα γίνεται ακόμα πιο «χαριτωμένο» όταν τον βλέπεις σταδιακά να εκνευρίζεται με όλη αυτή την «ηλεκτρονικούρα» γύρω του και έτσι η πρωτόγονη, βίαιη φύση του σε συνδυασμό με το ανέκαθεν καυστικό του χιούμορ να βγαίνουν σιγά σιγά και πιο πολύ στην επιφάνεια. Μπρος στα νιάτα τι ειν’ τα κάλη, μπρος στα μπράτσα τι ειν’ τα λάπτοπ.Δεν χρειάζεται να διαβάσει κάποιος μια κριτική της ταινίας για να καταλάβει τι πρόκειται να δει στο Die Hard 4.0. Αρχίζουμε με τα ενοχλητικά κλισέ όπου ο κακός, πέραν του ότι δεν πείθει, στερείται, σε μία ακόμα αμερικανική περιπέτεια, φαντασίας τόσο στις απειλές που εκστομίζει στον καλό μας ήρωα, όσο και στις μεθόδους που χρησιμοποιεί για να τον κάνει να «πονέσει». Έπειτα έχουμε τα εξίσου ενοχλητικά κλισέ με τους αμερικανούς κουστουμαρισμένους πράκτορες να λένε ατάκες στυλ «αυτός ο εγκληματίας παίζει μαζί μας» (που κάθε φορά με κάνουν να κουνάω το κεφάλι με απορία σκεφτόμενος «μέχρι πότε καλοί μου άνθρωποι θα ακούμε τις ίδιες αηδίες»). Και τέλος έχουμε την υπερβολική υπερβολή στη χρήση ορισμένων υπερβολικά υπερβολικών σκηνών.Το ερώτημα όμως είναι ένα: μας ενοχλούν σε αυτή τη ταινία όλα αυτά; Δεν νομίζω τελικά οτι το σύνολο χάνει τόσο πολύ από αυτά τα μειονεκτήματα και thank Bruce for that. Also thank Len for that. Τόσο ο Μπρους Γουίλις με την φυσικότητα που έχει πάντα όποτε υποδύεται τέτοιους ρόλους όσο και ο σκηνοθέτης Λεν Γουάιζμαν σώζουν την ταινία από μια σίγουρη τραγωδία, καθώς το σενάριο, αν και κρατιέται από μια ενδιαφέρουσα αρχική ιδέα, δεν αποφεύγει παγίδες που πλέον μας ενοχλούν τα μάλα παρά τις απολαμβάνουμε. Ειδικότερα ο σκηνοθέτης κάνει μια θεσπέσια δουλειά. Ο τρόπος που κινηματογραφεί όλες τις σκηνές δράσεις είναι καθηλωτικός και κάποιες στιγμές αρκετά ευρηματικός. Δεν είναι απλά ένας καλός σκηνοθέτης-υπάλληλος στούντιο για να φέρει εις πέρας ένα μπλοκμπάστερ τέτοιου μεγέθους. Αποδεικνύει ότι είναι ένας ευφάνταστος άνθρωπος που το μάτι του «κόβει» τόσο όσο χρειάζεται για να «τεμαχίσει» μία σκηνή στα πλέον ενδιαφέροντα, για το τελικό μοντάζ, κομμάτια. Ο σκηνοθέτης των δύο ταινιών Underworld καταπιάνεται με κάτι πιο γήινο αυτή τη φορά και δεν κρύβω πως υπήρξαν στιγμές που μέσα μου σιωπηλά χειροκροτούσα τη σκηνοθεσία του.Όσο για τις σκηνές δράσης, μιας και αυτό είναι το Α και το Ω σε μια Χολυγουντιανή περιπέτεια είναι όλες μία και μία. Υπερβολικές και μη, όλες οι σκηνές έχουν κάτι που εξιτάρει, κάτι που σε κάνει να κρατιέσαι στο κάθισμα, ή σε κάνει να την απολαμβάνεις έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο, αφού ΜακΛέην και δράση πυκνά συχνά συνεπάγονται «χαβαλέ». Και αυτό είναι ένα στοιχείο που κάνει το Die Hard 4 μια καλή περιπέτεια. Χαβαλές, μακελειό, χαβαλές, μακελειό. Αυτή είναι η διαδοχή των σκηνών και για αυτό και δεν κουράζουν οι σκηνές δράσης αλλά και χαλαρώνουμε όσο πρέπει μέχρι την επόμενη. Ειδικά στο κομμάτι «χαβαλές» βοηθάει σημαντικά η παρουσία του πιτσιρικά Τζάστιν Λονγκ, που υποδύεται τον νεαρό χάκερ δείχνοντας καλά στοιχεία κωμικού ηθοποιού.Enough is enough… Die Hard 4. Δείτε το σε κινηματογραφική αίθουσα και μόνο. Χειμερινή, θερινή, όπως αγαπάτε. «Δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από όσα προσφέρει», όπως συνηθίζω να λέω σε αυτές τις περιπτώσεις. Ψυχαγωγία και ορισμένες σκηνές που σίγουρα θα θυμόμαστε, ακόμα και αν το Die Hard 5 βγει και αυτό μετά από 12 χρόνια (αν και την ίδια την ταινία μετά από μερικές μέρες θα την έχουμε ψιλοξεχάσει, και για αυτό φταίει το «χλιαρό» σενάριο). Για αυτές τις σκηνές μας αρέσει το Χόλυγουντ! Enough is enough. Επιτέλους μια ταινία με μπράτσα και όχι εφέ για το εφέ. Απολαυστική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: