Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Final Fantasy XIII


Τις προάλλες που ο μπαμπάς μου, μου έφερε το νέο περιοδικό για playstation αυτού του μήνα είδα ένα άρθρο για το Final Fantasy XIII από το οποίο σιγουρεύτηκα απόλυτα ότι θα είναι ίσως το πιο ωραίο Final Fantasy από τους 21 τίτλους της σειράς που έχουν κυκλοφορήσει. Τα γραφικά είναι τόσο τέλεια που πραγματικά νομίζεις ότι βλέπεις τανία, τα χαρακτηριστικά των χαρακτήρων του παιχνιδιού είναι σαν σε φωτογραφία. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ο παίκτης θα έχει πολλές επιλογές κινήσεων αλλά και άμυνας ανάλογα με τον εχθρό που θα αντιμετωπίζει κάθε φορά. Δυστυχώς όμως αν κυκλοφορήσει γύρω στα τέλη του 2008 στην Αμερική τότε θα πρέπει να περιμένω μέχρι το 2009 για να έρθει και στην Ελλάδα(πως θα ζήσω εγώ τωρα άγνωστο)

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Έφυγε από την ζωή ο Heath Ledger


Ο Αυστραλός ηθοποιός Heath Ledger πέθανε την Τρίτη 22/1/08. Οι αστυνομικοί υποστήριξαν ότι ίσως να είχε πάρει υπερβολική δόση ναρκωτικών όμως η νεκροψία που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23/1/08 δεν μπόρεσε να δείξει γιατί πέθανε. Εγώ πάντως πιστεύω ότι αυτοκτόνησε γιατί σύμφωνα με πολλά άρθρα είχε κατάθλιψη . Την Τρίτη γύρω στις 12:30 με 1 παρά (ουσιαστικά δηλαδή Τετάρτη) έρχεται η αδερφή μου και μου λέει "Ξέρεις ποιός πέθανε?" και λέω ποιός? O Heath Ledger μου είπε. Τότε εγώ μένω κάγκελο... Heath Ledger πέθανε? Πώς? Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήταν μόλις 28 χρονών και είχε και κόρη. Μέχρι να με ξαναπάρει ο ύπνος αντιχούσε στο μυαλό μου η ίδια φράση, o Heath Ledger πέθανε, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Θα περάσει καιρός μέχρι να καταφέρω να το ξεπεράσω, ήταν ένας απο τους αγαπημένους μου ηθοποιούς και είχε παίξει σε πολύ ωραιές ταινίες όπως: "Το μυστικό του Brokeback Mountain¨, 10 πράγματα που μισώ σε σένα, Τα 4 φτερά, Ο θρύλος ενός ιππότη κ.α.


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Australian Open 2008


Η πρώτη εβδομάδα του Αυστραλιανού Όπεν έχει ξεκινήσει και ήδη έχουν συμβεί πολλά αναμενόμενα, όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός έκπληξη του Andy Murray από έναν Γάλλο που δεν είναι ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη. Αυτό που θα ήθελε όλος ο κόσμος να δει (κι εγώ μαζί) είναι μια αναμέτρηση ανάμεσα στον καλύτερο τενίστα όλων των εποχών Roger Federer και τον Rafael Nadal νικητή του Roland Garros εδώ και 3 συνεχόμενα χρόνια. Το ότι ο Roger θα είναι στον τελικό είναι σίγουρο καθώς το να χάσει είναι σπάνιο γεγονός όμως για τον Rafa θα είναι πού δύσκολο να προκριθεί στον τελικό καθώς όντας Ισπανός παίζει εξαιρετικά στο χώμα αλλά εγώ μιας και είμαι τεράστια φαν του Rafa άμα χρειαστεί θα κάνω και βουντού στους αντιπάλους του για να κερδίσει χεχεχεχεχεχεχε.......

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Ανερχόμενα videogames.

Final Fantasy XIII

To Final Fantasy XIII είναι τίτλος παιχνιδιού που αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2009 για το PS3. Δεν υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες γι'αυτό παρά ένα trailer που έχει κυκλοφορήσει. Αυτό που είναι φανερό είναι ότι πολλές αλλαγέςέχουν γίνει στο σύστημα μάχης. Οι μάχες θα είναι περίπου σαν το Kingdome Hearts αλλά φυσικά σε συνδυασμό με στοιχεία του νέου αυτού παιχνιδιού

Final Fantasy Versus XIII

Η Ιστορία θα εξελίσσεται παράλληλα με το Final Fantasy XIII αλλά σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ένας μυστηριώδης χαρακτήρας με το όνομα Storm ο οποίος είναι ο διάδοχος μιας δυναστείας που διοικεί την τελευταία πόλη που έχει στην κατοχή της κρυστάλλους.Το βασίλειο δέχεται επίθεση από στρατιώτες που θέλουν να αποκτήσουν τους κρυστάλλους κι έτσι ο Storm πρέπει να πολεμήσει για την σωτηρία του βασιλείου του.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Live Free or Die Hard

Δεν είναι ούτε 5, ούτε 10 τα χρόνια που έχουμε να δούμε τον Τζον ΜακΛέην εν δράσει. Είναι 12 ολόκληρα χρόνια από τότε που τον αντικρύσαμε στην τρίτη Die Hard ταινία να καταστρέφει τα σχέδια του, εξαιρετικού είναι η αλήθεια σε εκείνο το φιλμ, Τζέρεμι Άιρονς. Ναι λοιπόν, 12 ολόκληρα χρόνια πέρασαν και εμμένω σε αυτό το στοιχείο γιατί όταν πλέον, εν έτει 2007, είδα το Die Hard 4 συνειδητοποίησα ίσως πιο ξεκάθαρα από ποτέ ένα πράγμα: πως στις ταινίες με πολλά σταντς και καλοδουλεμένη δράση το Χόλυγουντ άμα θέλει μπορεί. Πως για αυτές τις ταινίες που μιλάνε τα μπράτσα και τα σάλτα των κασκαντέρ και όχι τα τρισδιάστατα ψηφιακά γραφικά μάς αρέσει το αμερικανικό σινεμά. Μήπως γεράσαμε απότομα και η γενιά του playstation τα βρίσκει πλέον όλα αυτά παλιομοδίτικα; Όπως και να’χει, Τζον ΜακΛέην χαίρομαι που σε ξαναείδα.Κομματάκι γερασμένος, αλλά ακόμα σε φόρμα, χωρίς ίχνος τρίχας στο κεφάλι του αλλά ντεντέκτιβ με τα όλα του, ο Τζον ΜακΛέην (Μπρους Γουίλις) καλείται να συλλάβει και να συνοδεύσει τον Μάθιου Φάρελ, έναν ικανότατο χάκερ, στα κεντρικά του FBI. Ο λόγος είναι γιατί κάποιος άγνωστος στο FBI χάκερ εισέβαλλε στο συστημά τους. Μέσα σε πολύ λίγες ώρες η εισβολή αυτή κλιμακώνεται καθώς οποιοδήποτε σύστημα σε ολόκληρη την Αμερική το διαχειρίζεται υπολογιστής, απλά καταρρέει. Ο εγκέφαλος αυτού του σχεδίου λέγεται Τόμας Γκάμπριελ και ο πονοκέφαλος αυτού Τζον ΜακΛέην. Και το πάρτι ξεκινά...Είναι πραγματικά, τρόπο τινά, «χαριτωμένο» να βλέπεις τον Μπρους Γουίλις να υποδύεται αυτό το ρόλο με ένα έξτρα συστατικό. Να είναι λίγο έξω από τα νερά του. Ό,τι συμβαίνει γύρω του περιστρέφεται γύρω από τη χρήση Η/Υ και αυτός δίχως να καταλαβαίνει πολλά πολλά ζητά συνεχώς εξηγήσεις «μπας και...» Το όλο θέμα γίνεται ακόμα πιο «χαριτωμένο» όταν τον βλέπεις σταδιακά να εκνευρίζεται με όλη αυτή την «ηλεκτρονικούρα» γύρω του και έτσι η πρωτόγονη, βίαιη φύση του σε συνδυασμό με το ανέκαθεν καυστικό του χιούμορ να βγαίνουν σιγά σιγά και πιο πολύ στην επιφάνεια. Μπρος στα νιάτα τι ειν’ τα κάλη, μπρος στα μπράτσα τι ειν’ τα λάπτοπ.Δεν χρειάζεται να διαβάσει κάποιος μια κριτική της ταινίας για να καταλάβει τι πρόκειται να δει στο Die Hard 4.0. Αρχίζουμε με τα ενοχλητικά κλισέ όπου ο κακός, πέραν του ότι δεν πείθει, στερείται, σε μία ακόμα αμερικανική περιπέτεια, φαντασίας τόσο στις απειλές που εκστομίζει στον καλό μας ήρωα, όσο και στις μεθόδους που χρησιμοποιεί για να τον κάνει να «πονέσει». Έπειτα έχουμε τα εξίσου ενοχλητικά κλισέ με τους αμερικανούς κουστουμαρισμένους πράκτορες να λένε ατάκες στυλ «αυτός ο εγκληματίας παίζει μαζί μας» (που κάθε φορά με κάνουν να κουνάω το κεφάλι με απορία σκεφτόμενος «μέχρι πότε καλοί μου άνθρωποι θα ακούμε τις ίδιες αηδίες»). Και τέλος έχουμε την υπερβολική υπερβολή στη χρήση ορισμένων υπερβολικά υπερβολικών σκηνών.Το ερώτημα όμως είναι ένα: μας ενοχλούν σε αυτή τη ταινία όλα αυτά; Δεν νομίζω τελικά οτι το σύνολο χάνει τόσο πολύ από αυτά τα μειονεκτήματα και thank Bruce for that. Also thank Len for that. Τόσο ο Μπρους Γουίλις με την φυσικότητα που έχει πάντα όποτε υποδύεται τέτοιους ρόλους όσο και ο σκηνοθέτης Λεν Γουάιζμαν σώζουν την ταινία από μια σίγουρη τραγωδία, καθώς το σενάριο, αν και κρατιέται από μια ενδιαφέρουσα αρχική ιδέα, δεν αποφεύγει παγίδες που πλέον μας ενοχλούν τα μάλα παρά τις απολαμβάνουμε. Ειδικότερα ο σκηνοθέτης κάνει μια θεσπέσια δουλειά. Ο τρόπος που κινηματογραφεί όλες τις σκηνές δράσεις είναι καθηλωτικός και κάποιες στιγμές αρκετά ευρηματικός. Δεν είναι απλά ένας καλός σκηνοθέτης-υπάλληλος στούντιο για να φέρει εις πέρας ένα μπλοκμπάστερ τέτοιου μεγέθους. Αποδεικνύει ότι είναι ένας ευφάνταστος άνθρωπος που το μάτι του «κόβει» τόσο όσο χρειάζεται για να «τεμαχίσει» μία σκηνή στα πλέον ενδιαφέροντα, για το τελικό μοντάζ, κομμάτια. Ο σκηνοθέτης των δύο ταινιών Underworld καταπιάνεται με κάτι πιο γήινο αυτή τη φορά και δεν κρύβω πως υπήρξαν στιγμές που μέσα μου σιωπηλά χειροκροτούσα τη σκηνοθεσία του.Όσο για τις σκηνές δράσης, μιας και αυτό είναι το Α και το Ω σε μια Χολυγουντιανή περιπέτεια είναι όλες μία και μία. Υπερβολικές και μη, όλες οι σκηνές έχουν κάτι που εξιτάρει, κάτι που σε κάνει να κρατιέσαι στο κάθισμα, ή σε κάνει να την απολαμβάνεις έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο, αφού ΜακΛέην και δράση πυκνά συχνά συνεπάγονται «χαβαλέ». Και αυτό είναι ένα στοιχείο που κάνει το Die Hard 4 μια καλή περιπέτεια. Χαβαλές, μακελειό, χαβαλές, μακελειό. Αυτή είναι η διαδοχή των σκηνών και για αυτό και δεν κουράζουν οι σκηνές δράσης αλλά και χαλαρώνουμε όσο πρέπει μέχρι την επόμενη. Ειδικά στο κομμάτι «χαβαλές» βοηθάει σημαντικά η παρουσία του πιτσιρικά Τζάστιν Λονγκ, που υποδύεται τον νεαρό χάκερ δείχνοντας καλά στοιχεία κωμικού ηθοποιού.Enough is enough… Die Hard 4. Δείτε το σε κινηματογραφική αίθουσα και μόνο. Χειμερινή, θερινή, όπως αγαπάτε. «Δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από όσα προσφέρει», όπως συνηθίζω να λέω σε αυτές τις περιπτώσεις. Ψυχαγωγία και ορισμένες σκηνές που σίγουρα θα θυμόμαστε, ακόμα και αν το Die Hard 5 βγει και αυτό μετά από 12 χρόνια (αν και την ίδια την ταινία μετά από μερικές μέρες θα την έχουμε ψιλοξεχάσει, και για αυτό φταίει το «χλιαρό» σενάριο). Για αυτές τις σκηνές μας αρέσει το Χόλυγουντ! Enough is enough. Επιτέλους μια ταινία με μπράτσα και όχι εφέ για το εφέ. Απολαυστική.

The Bourne Ultimatum

Τρίτη και τελευταία περιπέτεια ενός πολύ αγαπημένου ήρωα της δεκαετίας στις ταινίες δράσης, του Τζέησον Μπορν. Ακόμα δεν θυμάται ποιος είναι αλλά ούτε και ποιος είναι υπεύθυνος για το παρελθόν του και το παρόν του. Για 3 χρόνια (από σεναριακής απόψεως) είναι στο σκοτάδι και θέλει επιτέλους να βγει. Και στην νουβέλα του αυτή ο Ρόμπερτ Λάντλαμ, γράφει το κλείσιμο της αυλαίας του Μπορν. Θα μάθει ποιος και τι τον μετέτρεψε σε κινητή φονική μηχανή. Ποιος και τι έφτιαξε τη ζωή που είχε πριν την αμνησία. Ποιος σκότωσε στο Bourne Supremacy την γερμανίδα φίλη του Μαρί Κρόιτς.Οι απαντήσεις σε όλα αυτά υπάρχουν. Αλλά για να τις πάρει πρέπει να περάσει και πάλι δια πυρός και σιδήρου. Αλλά και από τις πέντε ηπείρους. Ταξιδεύει συνεχώς για να συναντήσει ανθρώπους που έχουν απαντήσεις. Μόνο που όπου πηγαίνει ο Μπορν αφήνει πίσω του πτώματα. Μετά την διαφυγή του από τη Μόσχα καταλήγει στο Λονδίνο. Από την εφημερίδα Guardian βλέπει πως ένας ρεπόρτερ αρχίζει να ανακαλύπτει πολλά για την ύπαρξη του και να δημοσιεύει όσα ξέρει στα άρθρα του. Έτσι οδεύει προς το Λονδίνο για να λάβει τις πρώτες πληροφορίες από τον δημοσιογράφο Ρος. Όμως και η NSA (National Security Agency) των ΗΠΑ γνωρίζουν ότι ο δημοσιογράφος… γνωρίζει πολλά. Και ως γνωστόν όποιος γνωρίζει πολλά πρέπει να πεθάνει. Ή αν δεν πεθάνει τουλάχιστον να μας οδηγήσει πρώτα στην πηγή του. Για την NSA η πηγή του δημοσιογράφου Ρος είναι προδότης. Για τον Τζέησον Μπορν όμως διαφαίνεται πως είναι η λύτρωση του.Αν μη τι άλλο με τις δύο πρώτες ταινίες με τον Ματ Ντέημον να υποδύεται τον Τζέησον Μπορν καλομάθαμε. Καλομάθαμε σε καλοστημένη δράση με καλοδουλεμένη πλοκή και με τα ψηφιακά εφέ να είναι σχεδόν ανύπαρκτα αφού το πρώτο και κύριο λόγο έχουν τα μπράτσα, η εξυπνάδα, η αποφασιστικότητα και η ταχύτητα με την οποία ενεργούν οι χαρακτήρες. Ο Μπορν από εκτελεστής που ήταν πριν την αμνησία έχει γίνει στόχος και θήραμα. Η ποικιλία όσων είναι στο κατόπι του είναι δεδομένη. Έτσι αυτόματα τόσο στις 2 πρώτες ταινίες, από τις αντίστοιχες νουβέλες του Λάντλαμ, όσο και σε αυτή τα πάντα επαφύονται στη σπιρτάδα του αλλά και τις δεξιότητες που είχε αποκτήσει από την εκπαιδευσή του. Πώς να βρεις αυτόν που ψάχνεις. Και πώς να τον σκοτώσεις με γυμνά χέρια. Με λίγα και απλά λόγια αυτός είναι ο πυρήνας των τριών ταινιών με ήρωα τον Τζέησον Μπορν. Στην τελευταία μάλιστα είναι ακόμα πιο έντονος, πιο δυναμικός, πιο ανεπτυγμένος γιατί το δίχως άλλο «Το Τελεσίγραφο του Μπορν» σηματοδοτεί και το φινάλε της αναζητησής του.Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στο σήμερα. Όπου τα εμπλεκόμενα μέρη πληθαίνουν, οι διώκτες του ίδιο, αλλά βήμα βήμα οι απορίες του λιγοστεύουν. Έτσι μιλάμε για μια πολύ πυκνή πλοκή, που αν δεν ανήκετε στους πολύ απαιτητικούς θεατές, στα λιγοστά κενά που υπάρχουν σε αυτή, σε επίπεδο ανεξήγητων ενεργειών που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν, μπορείτε να δώσετε συγχωροχάρτι στους σεναριογράφους και να βολευτείτε ακόμα καλύτερα στην καρέκλα σας για να απολαύσετε αυτή την καταιγιστική περιπέτεια.Σε μια καρέκλα από την οποία ο σκηνοθέτης Πολ Γκρηνγκρας, καπετάνιος και του πρώτου σήκουελ Bourne Supremacy, καταφέρνει από τις πρώτες στιγμές, προτού καν πέσει ο τίτλος, να μας έχει γαντζωμένους πάνω της. Και εφόσον το καταφέρνει αυτό όφειλε να το διατηρήσει μέχρι το τέλος. Και όντως φέρνει εις πέρας την αποστολή του επιτυχημένα. Η δράση είναι σκηνοθετημένη σχεδόν εξ ολοκλήρου με κάμερες στο χέρι (είναι ζήτημα αν βρείτε 6-7 φορές σταθερή στημένη κάμερα), το μοντάζ δίνει συνεχώς όλο και πιο φρενήρεις ρυθμούς σε αυτή, και δεν θα μου κάνει εντύπωση αν το δω και υποψήφιο προς βράβευση στα επικείμενα βραβεία, όποιο τίτλο και αυτά να φέρουν (Όσκαρ, Bafta κλπ.).Είναι αλήθεια πως από την τελείως προσωπική μου οπτική γωνία έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα με την κάμερα στο χέρι. Θεωρώ τον Πολ Γκρηνγκρας, όπως έχω αναφέρει και σε παλαιότερη κριτική, έναν από τους χειρότερους σκηνοθέτες που υπάρχουν και ο λόγος είναι ότι το ΜΟΝΟ που ξέρει να κάνει είναι πλάνα με κάμερα στο χέρι. Βρίσκω ανόητο να βλέπω πλάνο κάποιου που απλά στο μιλάει στο τηλέφωνο αλλά η κάμερα να κουνιέται λες και ζούμε μετασεισμό 2,5 ρίχτερ! Πάντως του το αναγνωρίζω πως αν ξέρει να κάνει ΜΟΝΟ αυτό σαν σκηνοθέτης, το οποίο εμένα προσωπικά με εξοργίζει, το κάνει πάρα πάρα πολύ καλά! Θεωρώ πάντως πως στα χέρια κάποιου άλλου - ίσως του Μάικλ Μαν - να μιλάγαμε σήμερα για ένα αριστούργημα και για μία άνευ προηγουμένου ταινία δράσης. Καλοί οι καταιγιστικοί ρυθμοί που μεταφέρουν ένταση και άγχος στο θεατή, αλλά όταν δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς συμβαίνει και αναγκάζεσαι να μαντεύεις μεγάλο μέρος όσων βλέπεις τότε η ένταση και το άγχος μετατρέπονται σε ναυτία και οργή. Τουλάχιστον είχε και μερικά μακρινά αυτή τη φορά.Βήμα βήμα, πόλη με πόλη, όπου πάει ο Ματ Ντέημον για να βρει τις απαντήσεις του τόσο ανεβαίνει και η αγωνία μας, παρόλο που στη πορεία του ξεδιαλύνονται τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας. Ο πρωταγωνιστής ακολουθεί τα βήματα του ήρωα του με μεγάλη σοβαρότητα και σίγουρα μας κερδίζει με την ερμηνεία του, κάνοντας μας πιθανώς να πούμε από μέσα μας πως ο Ματ Ντέημον είναι όντως ο Τζέησον Μπορν όπως ήταν και ο Σον Κόνερι ο Τζέημς Μποντ.Αλλά εδώ οι gadgetιές, παρότι υπάρχουν, δεν κυριαρχούν του μυαλού και των λοιπών μυών του. Για αυτούς τους λόγους ο Μπορν είναι πλέον ένας αγαπημένος όσο και ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Η ύστατη ταινία με αυτό τον ήρωα, «Το Τελεσίγραφο του Μπορν» είναι αχτύπητη σε όλα της και αξιομνημόνευτη όσο λίγες. Είναι από τις ταινίες που κάποτε θα προβάλλουν τα κανάλια με την ίδια συχνότητα που τώρα προβάλλουν τον Εξολοθρευτή 2. Οι σκηνές πάλης σώμα με σώμα εξιτάρουν, οι καταδιώξεις μας απογειώνουν και τα ταξίδια στον πλανήτη αποτελούν το κερασάκι στη τούρτα, όταν μάλιστα συντροφεύονται από τις υπέροχες μελωδίες των συνθέσεων του Τζον Πάουελ, που αφήνει το αδιαμφισβήτητο μουσικό του στίγμα στη τριλογία.Ο Τζέησον Μπορν ήταν από την πρώτη κιόλας ταινία ένας χαρακτήρας που μάτωνε όταν τον χτύπαγαν, που πόναγε όταν έπεφτε και που όσα βλέπαμε είχαν πάντοτε εκείνο το βαθμό αληθοφάνειας που έλειπε από τις ταινίες δράσης και που εκτιμήσαμε σε αυτή τη τριλογία. Πόσο μάλλον στο τρίτο μέρος της που η ιστορία του βαίνει στο τέλος της. Το Bourne Identity μας έκανε τις συστάσεις με την αληθοφανή ένταση, το Bourne Ultimatum αποτελεί το αποκορύφωμα της. Μεγάλη οθόνη, μπουκαλάκι νερό, διαβατήριο ανά χείρας και φύγαμε για την καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς μέχρι σήμερα (οι Transformers εκτός σύγκρισης γιατί είναι τελείως άλλο καπέλο). Και μην ξεχνάτε… όταν πάτε για εισιτήρια προτιμήστε κάπου πίσω πίσω και κέντρο. Οι των πρώτων σειρών πάρτε σακουλάκια.

EL GRECO

EL GRECO

1567. Ο 26χρονος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, προερχόμενος από το Χάνδακα (Ηράκλειο στις μέρες μας), φτάνει στη Βενετία. Εκεί θα μαθητεύσει στο εργαστήριο του Τιτσιάνο. Υπό τη σκέπη της ερωτευμένης Φραντζέσκα, κόρης του διοικητή της Κρήτης, διευρύνει την τεχνική του και αρχίζει να γίνεται γνωστός. Η αδιέξοδη σχέση τους σε συνδυασμό με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες τον οδηγούν εννιά χρόνια αργότερα στο Τολέδο. Σ’ αυτή τη δεύτερη πατρίδα, το ταλέντο του μεγαλουργεί. Γνωρίζει τη σύντροφο της ζωής του, η οποία του χαρίζει κι ένα γιό. Αποκτά ισχυρούς φίλους, έρχεται σε αντιπαράθεση με την Ιερά Εξέταση, κατηγορείται για βλασφημία, δικαιώνεται πανηγυρικά. Πεθαίνει, διάσημος ως El Greco, το 1614.Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στην μυθιστορηματική βιογραφία του Δημήτρη Σιατόπουλου. Προσέξτε το μυθιστορηματική.Αν στο τέλος του αριστοτεχνικού trailer δεν εμφανιζόταν η τουλάχιστον άστοχη φράση «γιατί οι Έλληνες αξίζουμε την ιστορία μας» η ακρίβεια της ταινίας δε θα ήταν αντικείμενο συζήτησης, όπως δε θα έπρεπε να είναι και στο μετριότατο Alexander ή το συναρπαστικό 300. Η ιστορία όμως που αξίζουμε λέει πως ο ζωγράφος ήταν ήδη παντρεμένος και άφησε πίσω τη γυναίκα του, τόσο ο πατέρας όσο και ο αδελφός του ήταν φοροσυλλέκτες των Ενετών και όχι πυρήνες αντίστασης, η ναυμαχία της Ναυπάκτου έλαβε χώρα στο μεσοδιάστημα της παραμονής του στη Ρώμη, η δυσφορία των Ιταλών προέκυψε από τον κομπασμό του πως θα είχε φιλοτεχνήσει καλύτερα από το Μιχαήλ Άγγελο τη Δευτέρα Παρουσία στο Βατικανό, το πορτραίτο του ιεροεξεταστή έγινε όταν και οι δύο είχαν ξεπεράσει τα εξήντα. Η προσπάθεια αγιοποίησης προφανής αν και άχρηστη. Η καθολική αποδοχή του Θεοτοκόπουλου κατά τον εικοστό αιώνα ως εκ των προδρόμων του εξπρεσιονισμού ήταν αποτέλεσμα των αθάνατων έργων του και σίγουρα όχι του εριστικού και ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του.Μια δεκαετία μετά τον έξοχο Καβάφη ο Γιάννης Σμαραγδής υπογράφει μια φιλόδοξη δημιουργία που όμως στοχεύει εξ΄αρχής σε mainstream κοινό. Το να θέλεις να κοιτάξεις στα μάτια το Hollywood δεν είναι καθόλου κακό, το προσπάθησαν και οι Νύφες. Ως διεθνής συμπαραγωγή κινείται με άνεση σε οποιαδήποτε κινηματογραφική αγορά. Τα σκηνικά είναι εντυπωσιακά και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, τα εξωτερικά γυρίσματα είναι γεμάτα ζωή, τα κοστούμια της Lala Huete (Belle Epoque, El Laberinto Del Fauno) είναι υπέροχα, φωτογραφία και μοντάζ ξεπερνούν κατά πολύ τα εγχώρια πρότυπα, ο Vangelis στη μουσική δε χρειάζεται συστάσεις.Το πολυεθνικό cast υιοθετεί την ακατανόητη τάση την οποία πρώτο δίδαξε το Captain Corelli’s Mandolin, δηλαδή όλοι χρησιμοποιούμε όποια γλώσσα μας προκύψει, ανεξαρτήτως συνομιλητή και αδιαφορώντας παντελώς για την προφορά. Αποκορύφωμα η μνημειώδης χρήση της αγγλικής από τη Δήμητρα Ματσούκα. Το σύνολο των ερμηνειών πάντως είναι αξιοπρεπές αν και άνισο.Ο θεατρικών καταβολών Nick Ashdon είναι πειστικότατος - κυρίως λόγω της απόκοσμης αύρας του, η πολυβραβευμένη Laia Marull δεσπόζει ως παρουσία, η επιλογή του Λάκη Λαζόπουλου ως οιωνοσκόπου και συνδέσμου με το παρελθόν είναι ιδιαίτερα εύστοχη, ο φορτισμένος συναισθηματικά τελευταίος ρόλος του Σωτήρη Μουστάκα συγκλονίζει με την αμεσότητά του, η ομοιότητα του Juan Diego Botto με τον καρδινάλιο Nino De Guevara είναι ανατριχιαστική. Διάφοροι επώνυμοι και ανώνυμοι ποζάρουν ως μοντέλα σε πίνακες, πλήθος κομπάρσων παρελαύνουν κατά τη διάρκεια της δίκης, η Ντίνα Κώνστα και η Κατερίνα Χέλμη εμφανίζονται για δευτερόλεπτα μα δεν περνούν απαρατήρητες.Η κάμερα ακολουθεί χωρίς εξάρσεις την πορεία του καλλιτέχνη, με το ρυθμό να επιταχύνεται στο δεύτερο μέρος. Παρ’ όλο που ούτε οι μελετητές έχουν συμφωνήσει στον τρόπο με τον οποίο τα έργα του φιλτράρουν επιρροές μέσα από την ελληνικότητα που τα διαπνέει, δεν γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί το πέρασμα από την υστεροβυζαντινή στη δυτική σχολή. Η πνευματικότητα που τον χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο αντιμετωπίζεται ως έκφραση θρησκευτικής ανάτασης, ενώ στην ευρηματική σεναριακά σχέση του με τον καρδινάλιο δεν εξηγούνται τα κίνητρα κανενός εκ των δύο.Συνοψίζοντας, θα ήταν άδικο για μια τέτοια προσπάθεια να κριθεί μόνο σε σχέση με το ύψος των κεφαλαίων που δαπανήθηκαν ή τις όποιες οσκαρικές της προδιαγραφές. Το όνειρο ζωής του σκηνοθέτη άξιζε σίγουρα κάτι παραπάνω. Αν και πολύ μικρότερης εμβέλειας, ο Καβάφης προβάλλεται ακόμη αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητά του.